- κάλλυνθρον
- -ου τό N 2 1-0-0-0-0=1 Lv 23,40palm frond; κάλλυνθρα φοινίκων branches of palm leaves; neol.Cf. WALTERS 1973, 303
Lust (λαγνεία). 2014.
Lust (λαγνεία). 2014.
κάλλυνθρον — κάλλυνθρον, τὸ (Α) [καλλύνω] σκούπα από κλαδιά φοινικιάς … Dictionary of Greek
καλλύνθροις — κάλλυνθρον sweeper neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάλλυνθρα — κάλλυνθρον sweeper neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-θρο(ν) — το επίθημα θρο(ν), όπως και το θηλ. θρα, εμφανίζει αρκετά μεγάλη παραγωγικότητα στην Αρχαία, Μεσαιωνική και Νέα Ελληνική. Το θ τού επιθήματος είναι πιθ. τής ίδιας προέλευσης όπως και στα θλο *, θμο *. Πρόκειται για παλαιότατο επίθημα, το οποίο… … Dictionary of Greek
καλλονάριον — καλλονάριον, τὸ (Α) σκούπα. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλονή. Παρόμοιες ονομασίες για τη σκούπα είναι οι κάλλυνθρον*, κάλλυντρον*] … Dictionary of Greek
καλλύνω — (AM καλλύνω) καθιστώ ωραίο κάτι, καλλωπίζω, εξωραΐζω, ομορφαίνω («πρόσωπα καλλύνουσα καὶ πληρουμένη», Σοφ.) αρχ. 1. ευπρεπίζω, καθαρίζω, σαρώνω («ὡς ῥαίνηται καὶ καλλύνηται σφίσιν ἐπιμελῶς», Πολ.) 2. παρουσιάζω κάτι ως καλό («εὐδιάβολον κακὸν… … Dictionary of Greek